- ανυπομονησία
- ηβιασύνη, ανησυχία: Είχε μεγάλη ανυπομονησία να συναντήσει τ' αδέρφια του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανυπομονησία — η (Α ἀνυπομονησία) 1. έλλειψη υπομονής, αδημονία 2. βιασύνη, ανησυχία … Dictionary of Greek
άρα — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
αβασταξιά — και αβασταγιά, η το να μη μπορεί κανείς να περιμένει, έλλειψη υπομονής, ανυπομονησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβάσταχτος ο β τ. < αβάσταγος] … Dictionary of Greek
αδημονία — η (Α ἀδημονία) [ἀδημονῶ] 1. ψυχική ανησυχία, ανυπομονησία, αγωνία 2. θλίψη, στενοχώρια … Dictionary of Greek
αλυσθαίνω — ἀλυσθαίνω και ἀλυσταίνω (AM) 1. είμαι ασθενής ή αδύνατος 2. έχω αγωνία, ανυπομονησία, αδημονώ 3. αισθάνομαι ανία, βαρυθυμώ, ασθενώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω, πιθ. κατ’ επίδραση τής λ. ἀσθενής. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσθμαίνω] … Dictionary of Greek
ασθμαίνω — (AM ἀσθμαίνω) [άσθμα] αναπνέω με κόπο, κοντανασαίνω, λαχανιάζω αρχ. 1. καταβάλλω προσπάθεια 2. περιμένω κάτι με ανυπομονησία … Dictionary of Greek
βιασύνη — η [βιάζομαι] ανυπομονησία, σπουδή … Dictionary of Greek
επιθυμία — και επιθύμια και επιθυμιά και αποθυμιά, η (AM ἐπιθυμία, Μ και ἐπιθύμια και ἐπιθυμιά και ἀποθυμιά) [επιθυμώ] 1. πόθος, λαχτάρα («με επιθυμία να τηράζεις δύο μεγάλα σε θωρώ», Σολωμός) 2. ερωτική, σαρκική επιθυμία, πόθος, ηδονή μσν. 1. ανυπομονησία … Dictionary of Greek
κατεπείγω — (AM κατεπείγω) 1. επείγω υπερβολικά, πιέζω πολύ, δεν επιδέχομαι αναβολή, έχω βιασύνη ή ενέχω στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν σπουδή (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «οὔτε τι κωλύει, οὔτε κατεπείγει», Ιπποκρ.) 2. μέσ. κατεπείγομαι σπεύδω… … Dictionary of Greek
ουφ — (Μ οὔφ και ὄφ) επιφών. που εκφράζει: δυσφορία ή κατάκριση νεοελλ. εκφράζει: δυσαρέσκεια, ανυπομονησία, αποστροφή, ανακούφιση μσν. εκφράζει: πόνο ή φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τού αναστεναγμού] … Dictionary of Greek